σκυρόστρωμα

σκυρόστρωμα
και σκιρόστρωμα και σκιρρόστρωμα, -ατος, το, Ν
συμπυκνωμένο και κυλινδρωμένο στρώμα σκύρων που χρησιμεύει ως φέρουσα υποδομή οδοστρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο* / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώμα (< στρώνω), πρβλ. οδό-στρωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκυρόστρωση — και σκιρόστρωση και σκιρρόστρωση, η, Ν 1. η κατασκευή οδοστρώματος με σκυρόστρωμα 2. το σκυρόστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώση (πρβλ. χαλικό στρωση)] …   Dictionary of Greek

  • μακάσφαλτος — η επίστρωμα δρόμου το οποίο αποτελείται από σκυρόστρωμα ποτισμένο με θερμή άσφαλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαδάμ* + άσφαλτος] …   Dictionary of Greek

  • σκιρ(ρ)όστρωμα — το, Ν βλ. σκυρόστρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”